ζυγομαχῶ

ζυγομαχῶ
ζυγομαχέω
struggle with one's yoke-fellow
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ζυγομαχέω
struggle with one's yoke-fellow
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζυγομαχώ — ζυγομαχῶ, έω (Α) 1. (για άλογα) παλεύω, αγωνίζομαι προς τον ομόζυγό μου 2. γεν. φιλονικώ, ερίζω, αγωνίζομαι υπέρ ή εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχώ, ναυ μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • ζυγομαχία — ζυγομαχία, ἡ (Α) [ζυγομαχώ] 1. έριδα, φιλονικία, μάχη 2. εσωτερική πάλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”